τριβάδα

τριβάδα
η / τριβάς, -άδος, ΝΜΑ
γυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ- τού τρίβω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριβάδα — τριβάς a woman who practises unnatural vice with herself fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριβαδικός — η, ό, Ν [τριβάδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τριβάδα …   Dictionary of Greek

  • τριβάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τριβάδα …   Dictionary of Greek

  • τριβαδισμός — και τριβασμός, ο, Ν λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tribadisme (< tribade < τριβάδα) + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • τριβακός — ή, όν, ΜΑ μσν. πανούργος, δόλιος αρχ. 1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.) 2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”